- πλουτοδότης
- ο, ΝΜΑ, θηλ. πλουτοδότρα Ν, και πλουτοδώτης, ο, Ααυτός που παρέχει πλούτο, που χαρίζει αγαθάαρχ.1. προσωνυμία τού Διονύσου2. προσωνυμία τού Διός3. προσωνυμία τού ΗλίουΣαράπιδος4. προσωνυμία τού Πλούτωνος5. (και στον τ. πλουτοδώτης) προσωνυμία τού Μηνός.[ΕΤΥΜΟΛ. < πλοῦτος + δότης (< δίδωμι), πρβλ. ολβο-δότης].
Dictionary of Greek. 2013.